Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007





Απο www.politikokafeneio.com
8 Νοέμβρη 2005
Σημ.Θυμήσου ποιός κυβερνά 2 χρόνια και 20 μέρες μετα...
Γαλλία: Οι «Άθλιοι» βγήκαν στους δρόμους
Η πολιτική της λιτότητας, της ανεργίας και της καταστολής άναψε την πυρκαγιά που καίει επί μέρες στο Παρίσι
Οι ομάδες καταστολής, από την Πέμπτη 27 Οκτώβρη, κάνουν διπλοβάρδιες και η κυβέρνηση είναι επί ποδός. Όλα αυτά για
Ανταπόκριση από το ΠΑΡΙΣΙ της συνεργάτιδάς μας ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΨΑΡΑ

Ο πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν μόλις ανακοίνωσε ότι από σήμερα ο αστυνομικός διευθυντής κάθε περιοχής έχει το ελεύθερο να κυρήσσει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 9 το βράδυ. Δεν καλούν ακόμα τo στρατό, αλλά θα είναι η απόμενη κίνηση.

Ο υπουργός Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί φαίνεται ότι ανακάλυψε την «πανάκεια»: Σε κάθε πρόβλημα που άπτεται της αρμοδιότητάς του η απάντησή του είναι μία – και η ίδια πάντοτε: «μηδενική ανοχή». Σε εκπομπή στην τηλεόραση αποκάλεσε «αλήτες» και «αποβράσματα» τους νέους κατοίκους ορισμένων προαστίων, ενώ την επομένη των πρώτων επεισοδίων αναφερόταν στους νεκρούς ως «κοινά κλεφτρόνια», υποσχόμενος να ενισχύσει την καταστολή και εμμένοντας πάντα στην πολιτική της «μηδενικής ανοχής». Πράγμα που έκανε. Αποτέλεσμα; Τα προάστια πήραν φωτιά!

Στο προάστιο Κλισί-σιρ-Μπουα στο διαμέρισμα Σεν-Σαν Ντενί, βόρεια του Παρισιού, τρεις νεαροί, 15 και 17 χρονών, προσπαθώντας να ξεφύγουν από έλεγχο και κυνήγι της αστυνομίας πήγαν να κρυφτούν σε σταθμό μεταβολής ηλεκτρικής ενέργειας όπου οι δύο κάηκαν, ενώ ο τρίτος νοσηλεύεται με βαριά εγκαύματα. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δεκάδες νέοι βγήκαν στους δρόμους τόσο στο Κλισί-σιρ-μπουα όσο και σε άλλα προάστια του διαμερίσματος. Οι συλλήψεις και καταδίκες νέων, ακόμα και ανήλικων στους τόπους των ταραχών δεν πέτυχαν τίποτε περισσότερο από το να ρίξουν λάδι στη φωτιά. Η ρίψη δακρυγόνων από την αστυνομία στο τζαμί του Σαν Ντενί, όπου σε περίοδο του ραμαζανιού εκατοντάδες άνθρωποι προσεύχονταν, αποτέλεσε τη χαριστική βολή. Οι ταραχές και οι συγκρούσεις με την αστυνομία εξαπλώθηκαν και σε άλλα διαμερίσματα αλλά και σε άλλες πόλεις (Βαλάνς, Τουλούζ, Πό κ.ά.).

Η ταχύτητα εξάπλωσης των ταραχών, η έκταση και η έντασή τους φανερώνουν κάτι περισσότερο από ένα ακόμα συμβάν. Και η προσπάθεια, στη βάση της συναίνεσης, μέσων ενημέρωσης και πολιτικής να ερμηνεύσουν προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής φύσης με όρους «πολιτισμικούς», βλέπε «εθνοτικούς», είναι τουλάχιστον ύποπτη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις πόλεις – παρισινά προάστια του διαμερίσματος του Σεν-Σαν Ντενί (την πηγή, άλλωστε, και την καρδιά των επεισοδίων). Το παράδειγμα είναι παραπάνω από ενδεικτικό: Το Σαν Ντενί έχει σε υπερθετικό βαθμό όλα τα στοιχεία που μπορούμε να απαντήσουμε σε άλλα λαϊκά – εργατικά προάστια. Γιατί, ενώ σε άλλα προάστια υπάρχουν ζώνες λιγότερο ή περισσότερο «εύπορες», με λιγότερα ή περισσότερα προβλήματα, στο Σαν Ντενί, ίσως με μόνη εξαίρεση το Ρενσί, καμιά ζώνη δεν βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα. Όποιος έχει δει την ταινία Το Μίσος, γυρισμένη ακριβώς στο Σαν Ντενί, μπορεί πιο εύκολα να μεταφέρει σε εικόνες τα παρακάτω.

Μόλις λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Παρισιού, το Σαν Ντενί διαχωρίζεται από την πρωτεύουσα μ’ ένα «γυάλινο παραπέτασμα» πιο ανθεκτικό από τον τοίχο του Βερολίνου. Εκεί ζει το 80% του πιο φτωχού πληθυσμού της Γαλλίας. Θύματα της σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής της – δεξιότατης – κυβέρνησης του ντε Βιλπέν (διάβαζε Σιράκ), με το πιο υψηλό ποσοστό ανεργίας σ’ όλη τη Γαλλία (1 στους 2 νέους είναι άνεργος). Μεγάλο ποσοστό των κατοίκων είναι αναλφάβητοι ή της ελάχιστης μόρφωσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο γιατί εκεί μπορούν να έχουν το μόνο γεύμα της μέρας (μια και στα γαλλικά σχολεία προσφέρεται στους μαθητές μεσημεριανό στην καντίνα του σχολείου). Το ποσοστό των «κοινωνικών Κατοικιών» (HLM), που αποτελούν το βασικό οικιστικό μοντέλο των λαϊκών προαστίων, είναι από τα πιο υψηλά όλης της Γαλλίας, αν όχι το υψηλότερο. Από τους εκεί κατοικούντες προέρχονται μέγα μέρος του φτηνού εργατικού δυναμικού, «απασχολήσιμου», πρόθυμου να δεχτεί οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας, οποιασδήποτε εργασία μετά από πολύμηνη (βλέπε πολυετή) ανεργία. Αν και η εργασία υπό αυτούς τους όρους αυξάνει το αίσθημα της ανασφάλειας και τη βεβαιότητα της κοινωνικής ανισότητας.

Οι «Κοινωνικές Κατοικίες» είναι γνωστές σε όλους ως σιτέ (cite). Κατά το μοντέλο των μεσαιωνικών σιτέ, οι σύγχρονες είναι φτιαγμένες ως απόρθητες πόλεις. Μόνο που δεν έχουν τείχη. Δεν χρειάζεται. Πρόκειται για πανύψηλα οικοδομικά συγκροτήματα, πραγματικές τσιμεντουπόλεις, προορισμένες να στεγάσουν από 2.000 ως και πάνω από 10.000 ανθρώπους (η σιτέ La Grande Bone, για παράδειγμα, στο Γκρινί της Εσσονίας στεγάζει 11.000 – είναι μεγαλύτερη από μια ελληνική μέση επαρχιακή πόλη). Αυτές οι ιδιότυπες πόλεις έχουν μια παράξενη ιδιομορφία: Είναι χτισμένες έτσι ώστε όχι να εμποδίζουν κάποιον να μπει, αλλά το αντίθετο – να αποτρέπουν τους κατοίκους της από το να βγουν. Για τους εκεί διαμένοντες όλος τους ο κόσμος είναι η σιτέ: Το κοινωνικό τους περιβάλλον, οι όποιες τυχόν έξω-επαγγελματικές ή έξω-σχολικές τους δραστηριότητες περιορίζονται σ’ αυτή. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η βεβαιότητα ότι θα μείνουν πάντα «ξένοι», έστω κι αν οι περισσότεροι είναι γάλλοι υπήκοοι δεύτερης, τρίτης ή νιοστής γενιάς. Η αίσθηση εγκλεισμού και η πραγματικότητα του κοινωνικού αποκλεισμού (ανεργία, φτώχεια, ρατσισμός, αστυνόμευση, ουσιαστικός αποκλεισμός από τη μόρφωση, κοινωνικό αδιέξοδο) μετατρέπει τη σιτέ σε ναρκοπέδιο, ικανό να εκραγεί ανά πάσα στιγμή και με πολύ μικρότερες αφορμές από αυτή που υπήρξε στην παρούσα στιγμή. Ιδιαίτερα οι νέοι αντιμετωπίζουν κάθε κρατικό υπάλληλο τουλάχιστον με καχυποψία (από τον κοινωνικό λειτουργό ως τον ταχυδρόμο ή τον πυροσβέστη). Γιατί όλοι αυτοί είναι στα μάτια τους εκπρόσωποι θεσμών που ερημώνουν το χώρο τους. Και βέβαια, εχθρός πρωτίστως είναι οι «μπάτσοι» (δεν υπάρχει άλλη λέξη για να τους αποκαλέσουν) – ο κύριος εκφραστής της εξουσίας. Στη θέα τους και μόνο μπορούν να προκληθούν (και έχουν προκληθεί) συμπλοκές. Υπάρχει βαθιά ριζωμένη η αντίληψη ότι η αστυνομία σε συλλαμβάνει, σε ελέγχει, βιαιοπραγεί εναντίον σου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος.

Σε αυτές τις συνθήκες ζωής, θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε συγκυριακό και δυσεξήγητο συμβάν την άνοδο του «κοινοτικού» πνεύματος, των φατριών, τις «αστικής βίας» (όπως τη βαφτίζουν με ευκολία οι κοινωνιολόγοι). Κι όμως, ο μέσος Γάλλος «εκπλήσσεται» κάθε φορά που ξεσπάει μια νέα, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης ταραχή. Γιατί είναι εύκολο να παραμείνει κανείς στο στερεότυπο του «βάρβαρου, πεινασμένου, αμόρφωτου» ξένου, του «τριτοκοσμικού», του κατ’ ανάγκη (εν δυνάμει εγκληματία», αντί να δει στις (εξεγερτικές συχνά) ενέργειές του (ένα από τα) αποτελέσματα της σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής, της ίδιας που υφιστάμεθα όλοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, σπουδαστές και συνταξιούχοι. Στα μάτια της εξουσίας του κεφαλαίου πολλοί από εμάς μπορεί να είμαστε «φασαριόζοι και βρωμεροί».

Δεν υπάρχουν σχόλια: